- θειασβέστιο
- τοπροϊόν βρασμού θειαφιού με υδροξείδιο του ασβεστίου, που χρησιμοποιείται για ψεκασμούς των φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θειασβέστιο — Γεωργικό εντομοκτόνο και μυκητοκτόνο. Αποτελείται κυρίως από πολυθειούχο ασβέστιο που μετά τον ψεκασμό και την ξήρανση μετατρέπεται σε ελεύθερο θείο, στο οποίο οφείλονται οι μυκητοκτόνες ιδιότητες. Το θ. παρασκευάζεται με βρασμό του θείου σε… … Dictionary of Greek
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek